19.12.09

Περὶ ἔρωτος, ἀγάπης καὶ ζωῆς

Ἂν ὁ Θεὸς ξεχνοῦσε γιὰ μία στιγμὴ ὅτι εἶμαι μία μαριονέτα φτιαγμένη ἀπὸ κουρέλια καὶ μοῦ χάριζε ἕνα κομμάτι ζωή, ἴσως δὲν θὰ ἔλεγα ὅλα αὐτὰ ποὺ σκέφτομαι, ἀλλὰ ἀσφαλῶς θὰ σκεφτόμουν ὅλα αὐτὰ ποὺ λέω ἐδῶ.
Θὰ ἔδινα ἀξία στὰ πράγματα, ὄχι γι᾿ αὐτὸ ποὺ ἀξίζουν, ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸ ποὺ σημαίνουν.
Θὰ κοιμόμουν λίγο, θὰ ὀνειρευόμουν πιὸ πολύ, διότι γιὰ κάθε λεπτὸ ποὺ κλείνουμε τὰ μάτια, χάνουμε ἑξήντα δευτερόλεπτα φῶς. Θὰ συνέχιζα ὅταν οἱ ἄλλοι σταματοῦσαν, θὰ ξυπνοῦσα ὅταν οἱ ἄλλοι κοιμόταν. Θὰ ἄκουγα ὅταν οἱ ἄλλοι μιλοῦσαν καὶ πόσο θὰ ἀπολάμβανα ἕνα ὡραῖο παγωτὸ σοκολάτα!
Ἂν ὁ Θεός μου δώριζε ἕνα κομμάτι ζωή, θὰ ντυνόμουν λιτά, θὰ ξάπλωνα μπρούμυτα στὸν ἥλιο, ἀφήνοντας ἀκάλυπτο ὄχι μόνο τὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχή μου.
Θεέ μου, ἂν μποροῦσα, θὰ ἔγραφα τὸ μῖσος μου πάνω στὸν πάγο καὶ θὰ περίμενα νὰ βγεῖ ὁ ἥλιος. Θὰ ζωγράφιζα μ᾿ ἕνα ὄνειρο τοῦ Βὰν Γκὸγκ πάνω στὰ ἄστρα ἕνα ποίημα τοῦ Μπενεντέτι κι ἕνα τραγούδι τοῦ Σερρὰτ θὰ ἦταν ἡ σερενάτα ποὺ θὰ χάριζα στὴ σελήνη. Θὰ πότιζα μὲ τὰ δάκρυά μου τὰ τριαντάφυλλα, γιὰ νὰ νοιώσω τὸν πόνο ἀπὸ τ᾿ ἀγκάθια τους καὶ τὸ κοκκινωπὸ φιλὶ τῶν πετάλων τους...
Θεέ μου, ἂν εἶχα ἕνα κομμάτι ζωή... Δὲν θὰ ἄφηνα νὰ περάσει οὔτε μία μέρα χωρὶς νὰ πῶ στοὺς ἀνθρώπους ὅτι ἀγαπῶ, ὅτι τοὺς ἀγαπῶ. Θὰ ἔκανα κάθε ἄνδρα καὶ γυναῖκα νὰ πιστέψουν ὅτι εἶναι οἱ ἀγαπητοί μου καὶ θὰ ζοῦσα ἐρωτευμένος μὲ τὸν ἔρωτα.
Στοὺς ἀνθρώπους θὰ ἔδειχνα πόσο λάθος κάνουν νὰ νομίζουν ὅτι παύουν νὰ ἐρωτεύονται ὅταν γερνοῦν, χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν ὅτι γερνοῦν ὅταν παύουν νὰ ἐρωτεύονται! Στὸ μικρὸ παιδὶ θὰ ἔδινα φτερά, ἀλλὰ θὰ τὸ ἄφηνα νὰ μάθει μόνο τοῦ νὰ πετάει. Στοὺς γέρους θὰ ἔδειχνα ὅτι τὸ θάνατο δὲν τὸν φέρνουν τὰ γηρατειὰ ἀλλὰ ἡ λήθη. Ἔμαθα τόσα πράγματα ἀπὸ σᾶς, τοὺς ἀνθρώπους... Ἔμαθα πὼς ὅλοι θέλουν νὰ ζήσουν στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ, χωρὶς νὰ γνωρίζουν ὅτι ἡ ἀληθινὴ εὐτυχία βρίσκεται στὸν τρόπο ποὺ κατεβαίνεις τὴν ἀπόκρημνη πλαγιά.
Ἔμαθα πὼς ὅταν τὸ νεογέννητο σφίγγει στὴ μικρὴ παλάμη του, γιὰ πρώτη φορά, τὸ δάχτυλο τοῦ πατέρα του, τὸ αἰχμαλωτίζει γιὰ πάντα. Ἔμαθα πὼς ὁ ἄνθρωπος δικαιοῦται νὰ κοιτᾷ τὸν ἄλλον ἀπὸ ψηλὰ μόνο ὅταν πρέπει νὰ τὸν βοηθήσει νὰ σηκωθεῖ.
Εἶναι τόσα πολλὰ τὰ πράγματα ποὺ μπόρεσα νὰ μάθω ἀπό σας, ἀλλὰ δὲν θὰ χρησιμεύσουν ἀλήθεια πολύ, γιατί ὅταν θὰ μὲ κρατοῦν κλεισμένο μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴ βαλίτσα, δυστυχῶς θὰ πεθαίνω.
Νὰ λὲς πάντα αὐτὸ ποὺ νιώθεις καὶ νὰ κάνεις πάντα αὐτὸ ποὺ σκέφτεσαι.
Ἂν ἤξερα ὅτι σήμερα θὰ ἦταν ἡ τελευταία φορὰ ποὺ θὰ σ᾿ ἔβλεπα νὰ κοιμᾶσαι, θὰ σ᾿ ἀγκάλιαζα σφιχτὰ καὶ θὰ προσευχόμουν στὸν Κύριο γιὰ νὰ μπορέσω νὰ γίνω ὁ φύλακας τῆς ψυχῆς σου.
Ἂν ἤξερα ὅτι αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ τελευταία φορὰ ποὺ θὰ σ᾿ ἔβλεπα νὰ βγαίνεις ἀπ᾿ τὴν πόρτα, θὰ σ᾿ ἀγκάλιαζα καὶ θὰ σοῦ ῾δινα ἕνα φιλὶ καὶ θὰ σὲ φώναζα ξανά, γιὰ νὰ σοῦ δώσω κι ἄλλα.
Ἂν ἤξερα ὅτι αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ τελευταία φορὰ ποὺ θὰ ἄκουγα τὴ φωνή σου, θὰ ἠχογραφοῦσα κάθε σου λέξη γιὰ νὰ μπορῶ νὰ τὶς ἀκούω ξανὰ καὶ ξανά.Ὑπάρχει πάντα ἕνα αὔριο καὶ ἡ ζωή μας δίνει κι ἄλλες εὐκαιρίες γιὰ νὰ κάνουμε τὰ πράγματα ὅπως πρέπει, ἀλλὰ σὲ περίπτωση ποὺ κάνω λάθος καὶ μᾶς μένει μόνο τὸ σήμερα, θά ῾θελᾳ νὰ σοῦ πῶ πόσο σ᾿ ἀγαπῶ κι ὅτι ποτὲ δὲν θὰ σὲ ξεχάσω.
Τὸ αὔριο δὲν τὸ ἔχει ἐξασφαλίσει κανείς, εἴτε νέος εἴτε γέρος.
Σήμερα μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ τελευταία φορὰ ποὺ βλέπεις τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγαπᾷς.
Γι᾿ αὐτὸ μὴν περιμένεις ἄλλο, κάν᾿ το σήμερα, γιατί ἂν τὸ αὔριο δὲν ἔρθει ποτέ, θὰ μετανιώσεις σίγουρα γιὰ τὴ μέρα ποὺ δὲν βρῆκες χρόνο γιὰ ἕνα χαμόγελο, μία ἀγκαλιά, ἕνα φιλὶ καὶ ἤσουν πολὺ ἀπασχολημένος γιὰ νὰ κάνεις πράξη μία τελευταῖα τους ἐπιθυμία.
Κράτα αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾷς κοντά σου, πές τους ψιθυριστὰ πόσο πολὺ τοὺς χρειάζεσαι, ἀγάπα τους καὶ φέρσου τους καλά, βρὲς χρόνο γιὰ νὰ τοὺς πεῖς «συγνώμη», «συγχώρεσέ με», «σὲ παρακαλῶ», «εὐχαριστῶ», κι ὅλα τὰ λόγια ἀγάπης ποὺ ξέρεις.
Κανεὶς δὲν θὰ σὲ θυμᾶται γιὰ τὶς κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα ἀπ᾿ τὸν Κύριο τὴ δύναμη καὶ τὴ σοφία γιὰ νὰ τὶς ἐκφράσεις. Δεῖξε στοὺς φίλους σου τί σημαίνουν γιὰ σένα.

Gabriel Garcia Marquez

No comments: