27.11.10

Κου Κλουξ Κλαν

Ένα βράδυ αρχές του καλοκαιριού του 1866, στο Πουλάσκι (Τένεση) εμφανίζονται έξι έφιππες μυστηριώδεις φιγούρες. Το πρόσωπο τους είναι σκεπασμένο με μια άσπρη μάσκα, με τρύπες στο ύψος των ματιών και του στόματος. Στο κεφάλι τους φοράνε μακρύ κωνικό καπέλο και από τους ώμους τους κρέμεται ένα μακρύ σουδάριο με κόκκινη μπορντούρα. Κατευθύνονται προς την καλύβα μιας οικογένειας νέγρων, οι οποίοι είχαν την “κακή” έμπνευση να βάλουν πλάι στο κατάστημα τους την επιγραφή “Ισότητα των δικαιωμάτων”. Ακούγοντας το ποδοβολητό των αλόγων ο νέγρος βγαίνει μαζί με τη γυναίκα του από την καλύβα. Ένας από τους καβαλάρηδες τον ζυγώνει και τον προστάζει: “Δώσε μας να πιούμε”. Ο νέγρος φέρνει έναν κουβά γεμάτο νερό. Ο μασκοφορεμένος καβαλάρης μοιάζει να αδειάζει μονομιάς 4 ή 5 λίτρα νερό. ‘Ύστερα φωνάζει: “Α! Πόσο διψούσα. Είχα να πιω τόσο πολύ από τότε που σκοτώθηκα στη μάχη του Σάϊλοχ”. Ένας άλλος καβαλάρης απευθύνεται στη γυναίκα: “Έλα εσύ εδώ. Θέλω να σου σφίξω το χέρι”. Και μέσα στο σκοτάδι απλώνει μέσα από το μαύρο μανδύα του ένα σκελετωμένο μπράτσο τουλάχιστον 1 μέτρο. Ενώ οι δυο νέγροι προσπαθούν να το σκάσουν ουρλιάζοντας, ο κλοιός των καβαλάρηδων με τα αστραφτερά σπαθιά του ομοσπονδιακού στρατού σφίγγεται γύρω τους. “Εϊ, μπάσταρδε αράπη”, φωνάζει ένας άλλος, “μην τεμπελιάζεις. Κράτα μου τούτο γιατί είμαι κουρασμένος”. Και βγάζοντας από τον κορμό του το τυλιγμένο κεφάλι μέσα στην άσπρη κουκούλα κάνει να το αφήσει στα χέρια του νέγρου ο οποίος έχει ήδη σωριαστεί λιπόθυμος κάτω, ενώ η γυναίκα του γονατίζει δίπλα του. Οι κουκουλοφόροι τότε παίρνουν τα μαστίγια από τη σέλλα κι αρχίζουν να τους μαστιγώνουν με λύσσα. Ύστερα από το επεισόδιο ξεμακραίνουν. Ένα χιλιόμετρο πιο πέρα σταματούν σε ένα ξέφωτο και μέσα σε τρανταχτά γέλια πετάνε κάτω το γεμάτο νερό λαστιχένιο σάκο, το σκελετωμένο μπράτσο, το ψεύτικο κεφάλι.

Αυτή η νυχτερινή έφιππη επιδρομή είναι η πρώτη επιχείρηση της Κ.Κ.Κ. Τα “φαντάσματα” γίνανε μια μυστική, πολιτική και τρομοκρατική οργάνωση που πήρε αυτό το όνομα. Το Κουξ προέρχεται από την ελληνική λέξη κύκλος, το Κλου συμβολίζει τόσο τους δεσμούς αίματος όσο και το πνεύμα, ενώ το Κλάν προέρχεται από την κλαγγή των όπλων. αυτό το όνομα απηχεί μυστήριο ή ακόμη κόκαλα που τρίζουν.

Ως επίσημη ημερομηνία ορίστηκε η 24η Δεκεμβρίου τον 1865. Αρχικά σκοπός ήτανε η τρομοκρατία και η διασκέδαση εις βάρος των νέγρων. Τα αξιώματα της εταιρείας είχαν αινιγματικά ονόματα που υπέβαλλαν ποιος ξέρει ποιες μυστηριακές δυνάμεις. Ένας Μέγας Κύκλωψ ή πρόεδρος, ένας Μέγας Μάγος ή αντιπρόεδρος, ένας Μέγας Τούρκος ή υπασπιστής, ένας Μέγας Φύλαξ του Θησαυρού ή ταμίας και δυο ραβδούχοι με χρέη φρουρών μέσα ή έξω από το σπήλαιο ή τόπο συγκεντρώσεως. Οι πρώτες τελετές μυήσεως έχουν χαρακτήρα γλεντζέδικο, όμως περιβάλλονται και από κλίμα μυστηρίου. Οι προσήλυτοι επιβάλλεται να μισούν εξίσου τους νέγρους και την πλήξη, τους Βόρειους “σφετεριστές” και τα γνωρίσματα της Νέας Ανοικοδόμησης που αναστατώνει την οικονομία και τις παραδόσεις του παλιού δουλοκρατικού Νότου. Νέος τρόπος μυήσεως ορίστηκε να γίνεται νύχτα στο φως φλεγόμενων πυρσών, μέσα σε κλοιό κουκουλοφόρων. Αφού o νεοσύλλεκτος απαντήσει ικανοποιητικά σε 10 ερωτήσεις που του δίνονται, ακούει την ανάγνωση του πιστεύω της Κ.Κ.Κ. Πρόκειται για μια συγκεκριμένη εξαγγελία αρχών που δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνεία των σκοπών της εταιρείας.

Η Κλάν λοιπόν συνεχώς αυξάνεται σε δύναμη και οι αυθαιρεσίες της μαίνονται. Οι κυβερνήσεις έπειτα από συσκέψεις, αποφασίζουν να πάρουν δραστικά μέτρα. Η δράση του ομοσπονδιακού στρατού, οι συλλήψεις και οι διωγμοί θα οδηγήσουν στο τέλος της 1ης εποχής της Κ. Κ.Κ. στα 1873.

Η Αμερική εξελισσόταν και όλοι πίστευαν ότι η Κ.Κ.Κ. έσβησε. Το 1901 ο 20χρονος Σίμμονς ορκίστηκε να ξαναφτιάξει τη ναρκωμένη οργάνωση. Το 1925 στο Στόουν Μάουνταιν έγινε η πρώτη τελετή αναβίωσης της Κλαν. Πάνω σε ένα βράχο τοποθετούνται μια Αμερικάνικη σημαία, ένα σπαθί, μια βίβλος και ένα παγούρι με νερό της μυήσεως. Επιπλέον υπάρχει ο φλεγόμενος σταυρός της Κ.Κ.Κ. από εδώ και πέρα αρχίζει πάλι ένας φυλετικός πόλεμος μεταξύ λευκών και μαύρων. Ένας πόλεμος χωρίς λόγο. Η νέα οργάνωση των κουκουλοφόρων άρχισε να προσηλυτίζει και δεν άργησε να γίνει σκληρή και φανατική. Κήρυττε ότι θα έκανε αγνή την Αμερική και ότι κάθε ξένος θα έφευγε από τη χώρα και δε θα πλούτιζε εις βάρος της.

Το 1944, όμως, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση καταφέρνει ένα θανάσιμο χτύπημα. Η Κλαν κατηγορείται για απλήρωτους φόρους ύψους 685 χιλιάδων δολαρίων. Τη νύχτα της 28ης Απριλίου του 1944 σε μια κρυφή συνεδρίαση στην Ατλάντα οι Klausmen παίρνουν τη μοναδική δυνατή απόφαση: να διαλύσουν αμέσως την Αόρατη Αυτοκρατορία.

Η Τρίτη εποχή της Κλαν στην ιστορία της, που συνεχίζεται ως τις μέρες μας, αρχίζει το 1954 με την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων στα δημόσια σχολεία. Πρόκειται για ένα γεννοβόλημα ομάδων και μικροομάδων που στηρίζονται στη θεωρία για την υπεροχή της λευκής φυλής. Στα μεταπολεμικά χρόνια η Κ.Κ.Κ. ξαναχτυπά κάθε φορά που τα γεγονότα προσφέρουν στη στρεβλωμένη νοοτροπία των κουκουλοφόρων το πρόσχημα για να απαντήσουν στις υποτιθέμενες προκλήσεις.

Η Κλαν μετά από 130 χρόνια περίπου μετά από την τυχαία γέννησή της παραμένει ένα κακό και δηλητηριώδες φυτό που οι μεγάλες του ρίζες θρέφονται από τους χυμούς του μίσους και της ανοχής. Ένα φυτό που είναι έτοιμο να απλώσει τα κλωνάρια του μόλις νέα ιστορικά περιστατικά, νέες ηθικές και κοινωνικές αναταραχές και μια νέα καταφυγή στο παράλογο του τα επιτρέψουν.

Γιάννης Βάκος

19.11.10

Η ιστορία του Γιώργη του πρόσφυγα

17 χρονών παιδί ήταν ο Γιώργης όταν έγινε ο μεγάλος διωγμός. Αυτός και η οικογένειά του έχασαν τα πάντα όπως χιλιάδες Έλληνες, σπίτι, περιουσία και πατρίδα το 1922. Γεννημένος και μεγαλωμένος στα Τούσλα, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κωνσταντινούπολη, ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα έχανε όλα του τα καλά μέσα σε μια στιγμή. Στην Πόλη η οικογένεια είχε τη σειρά της, ο πατέρας του, Παντελής, είχε δικά του κα'ί'κια και έκανε εμπόριο καπνού. Το σπίτι τους, χτισμένο στην παραλία ήταν ένα από τα αρχοντικά της περιοχής.
Με την καταστροφή εγκατέλειψαν τα πάντα. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να σώσουν τη ζωή τους. Το καράβι της προσφυγιάς τους έβγαλε στη Θεσσαλονίκη και ύστερα στον Πειραιά. Λίγους μήνες αργότερα η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Τρίπολη της Αρκαδίας. Αυτή είναι η νέα πατρίδα του Γιώργη. Εγκαθίστανται στου Κάψια, μικρό χωριό, 10 χιλιόμετρα έξω από την Τρίπολη, στο δρόμο για το Λεβίδι. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει πολλές.
Δουλεύει χτίστης, όχι μόνο στα γύρω χωριά αλλά και στο Ναύπλιο και τα άλλα χωριά της Αργολίδας. Η φτώχεια και οι στερήσεις που αντιμετωπίζει είναι πάρα πολλές. Με πολλή εργατικότητα καταφέρνει να γίνει γνωστός μάστορας. Όλοι τον γνωρίζουν, όχι με το όνομά του, που είναι Γιώργος Χρυσοστόμου, αλλά σαν τον Γιώργη τον πρόσφυγα. Η οικογένειά του, τα παιδιά του, τα εγγόνια του, μέχρι και σήμερα είναι γνωστά σαν την οικογένεια, τα παιδιά, τα εγγόνια του Γιώργη του πρόσφυγα. Ο Γιώργης κατάφερε να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια και να φτιάξει το δικό του σπίτι στην άκρη του χωριού. Από τα παράθυρα του σπιτιού αυτού έβλεπε το Μαίναλο, το αγαπημένο του βουνό. Και είναι παράξενη αυτή η αγάπη που είχε στο βουνό, αφού συχνά έλεγε :<<Αχ, η μοίρα μου με έκλεισε μέσα στα βουνά>>. Τα τέσσερα κορίτσια του τα σπούδασε με μεγάλο αγώνα. Μπορεί να ήταν χτίστης, αλλά ποτέ δεν έδωσε σημασία στα σπίτια, ίσως γιατί έχασε το δικό του; Έλεγε πάντα πως η προίκα των κοριτσιών του ήταν η μόρφωσή τους και όχι πέντε ντουβάρια.
O καημός του όμως ήταν η πατρίδα που έχασε, την πονούσε, τη νοσταλγούσε. Στα γεράματά του κατάφερε να κάνει ένα ταξίδι στην Πόλη, κι ενώ το όνειρό του ήταν να πάει στο πατρικό του, όταν έφτασε εκεί, δε θέλησε να πάει. Το γιατί δεν το κατάλαβε κανείς, ούτε το εξήγησε. Γύρισε στου Κάψια και δε θέλησε να ξαναφύγει ποτέ.
Θα κλείσω την εργασία μου αυτή που γράφτηκε για τον πρόπαππού μου, το Γιώργη τον πρόσφυγα, με λίγα λόγια από το βιβλίο της Φιλιώς Χα'ι'δεμένου :"Τρεις αιώνες, μια ζωή". Πιστεύω ότι αυτά τα λόγια θα μπορούσε να τα είχε πει και ο προπαππούς μου.

"Ο νους μου φεύγει ξανά και πηγαίνει σε μέρη που με πονάνε, σε μέρη που δε θα ξεχάσω ποτέ ' ο πόνος θα σταματήσει μόνο όταν πεθάνω. Το σώμα μου βρίσκεται εδώ, στο τώρα, αλλά το μυαλό μου τριγυρίζει στο τότε, στην αγαπημένη μου πατρίδα, που δεν ξέχασα ούτε για μια στιγμή. Η ζωή μου όλα αυτά τα χρόνια κινείται μόνη της μηχανικά, νομίζω πως όλοι εμείς που διωχτήκαμε, που υποφέραμε, που ξεσπιτωθήκαμε, που αποκτήσαμε βίαια μια νέα πατρίδα, δε θα λησμονήσουμε ποτέ τον τόπο μας, τη Μ. Ασία. Πάντα θα μας πονάει η θύμησή της, όσα κι αν περάσαμε από τότε, και πάντα το μυαλό μας θα ξαναγυρίζει σ' εκείνα τα χρόνια, στις ρίζες μας".


Παπαθανασίου Έλενα Α'3