30.9.10

Ζώντας σε έναν υπέροχο κόσμο

Ζώντας σε έναν υπέροχο κόσμο

Μεταφρασμένο από την Άννα Μητσοσκούρα.
Πηγή :Living in a perfect world

24.9.10

Μαρτυρίες από την περίοδο της Κατοχής

Ο παππούς μου όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κρήτη, στις 21 Μαΐου του 1940,ήταν 6 χρονών και ζούσε μαζί με τους γονείς μου και τα 3 αδέρφια του στο χωριό Μοτζιανά που ανήκε στην επαρχία του Σελίνου, κάπου νότια του νομού Χανίων.
Εκείνο το πρωί οι γονείς του έφυγαν και πήγαν στα χωράφια για να κάνουν διάφορες εργασίες. Του είπαν να πάει 100μ. από το σπίτι, όπου είχαν δέσει μια προβατίνα. Ο παππούς μου την έδεσε με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί το πρόβατο να φάει χορτάρι που βρισκόταν πιο μακριά χωρίς να λυθεί.
Αφού εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν παιχνίδια, παππούς μου πήγε λίγο πιο πέρα όπου βρισκόταν μια στοίβα από λείες και ωραίες πέτρες. Απορροφήθηκε από την κατασκευή σπιτιών και διαφόρων άλλων οικοδομημάτων με τις πέτρες ώσπου…
Πάνω στον Κρητικό ουρανό εμφανίστηκαν γερμανικά αεροπλάνα («στούκας»). Φοβήθηκε και έτρεξε να κρυφτεί μέσα στον κορμό μιας χαρουπιάς. Μετά από 15-20 λεπτά η μητέρα του ανησύχησε και άρχισε να τον αναζητά (φυσικά κινιόταν μέσα από πυκνά δέντρα διότι αν την έβλεπαν τα αεροπλάνα μπορεί να τις «έριχναν» για να την σκοτώσουν). Άρχιζε να φωνάζει και όταν την άκουσε την καθοδήγησε στο μέρος όπου είχε κρυφτεί. Τον πήρε και καθώς πήγαιναν στο σπίτι συνάντησε μια γερόντισσα η οποία κατάφερε να ξεφύγει από τα πολυβόλα των αεροπλάνων.
Λόγω των αεροπλάνων όλοι οι κάτοικοι του χωριού (35 άτομα) είχαν συγκεντρωθεί κάτω από ένα ρέμα (υπήρχαν πολλά δέντρα) και περίμεναν μέχρι ο ουρανός να επανέλθει στην κανονική του μορφή (δηλαδή να γαληνεύσει αφού είχε καλυφθεί από τα στούκας).Σουρούπωσε, τα αεροπλάνα έφυγαν και οι κάτοικοι επέστρεψαν στα σπίτια τους.
Τις πρώτες μέρες της κατοχής 5-6 άτομα από την Κάντανο( ονομάζονταν «Φλώριοι») προσπάθησαν να αντισταθούν στους Γερμανούς όμως η παντελής έλλειψη οργάνωσης τους οδήγησε στο θάνατο.
Αν και στο χωριό δεν είχαν εγκατασταθεί Γερμανοί, η ζωή δεν ήταν εύκολη.(Οι Γερμανοί είχαν έδρα 6 χλμ μακριά στην Κάντανο.) Κάθε μέρα σηκωνόταν ένα γερμανικό πολεμικό αεροπλάνο (των Γερμανών) από το αεροδρόμιο του Μάλεμε, για άγνωστους λόγους. (Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ήθελε να τρομοκρατήσει τους κατοίκους, είτε να ανιχνεύσει την περιοχή.) Εξαιτίας αυτού, όλοι οι κάτοικοι του χωριού που είχαν μικρά παιδιά αναγκάζονταν να τα πηγαίνουν 50μ μακριά από το χωριό (σε μια περιοχή με πυκνά δέντρα) επειδή πίστευαν ότι μια έφοδος τον Γερμανών θα μπορούσε να τα σκοτώσει.
Ο παππούς μου και τα υπόλοιπα παιδιά έμπαιναν μέσα σε μια κουφάλα ενός μεγάλου δέντρου και έστρωναν κρεβάτια από μαλακά και απαλά χόρτα, τις λεγόμενες «αστυβίδες». Εκεί ξεκουράζονταν ωσότου οι γονείς τους να έρθουν το βράδυ να τα πάρουν στα σπίτια τους.
Μετά από δύο μήνες τα αεροπλάνα δεν πέταξαν ξανά.
Κοντά στο χωριό (περίπου 1χλμ μακριά) υπήρχε ένα λατομείο, το λεγόμενο «ντουμάρι». Λόγω του ότι δεν υπήρχε δρόμος που να ενώνει την επαρχία Σελίνου και την επαρχία Κισσάμου, οι Γερμανοί είχαν κατασκευάσει αυτό το λατομείο(στο οποίο δούλευαν  Έλληνες) για να δημιουργήσουν έναν δρόμο και να διευκολύνουν τις μετακινήσεις τους. Οι Γερμανοί έπαιρναν έναν Έλληνα από τις πιο κοντινές επαρχίες και τον είχαν να δουλεύει επί μία βδομάδα. Επιπλέον, είχαν βάλει έναν νερουλά να μεταφέρει νερό από το χωριό στο λατομείο.
Στην οικογένεια του παππού μου το μέτρο αυτό δεν «ίσχυε». Ένας Αθηναίος είχε κατεβεί από την Αθήνα στα Μοτζιανά και αφού δεν είχε κάποιο εισόδημα προσφέρθηκε να δουλεύει για τους γερμανούς, αντί για την οικογένεια του παππού μου, με αντάλλαγμα να του προσφέρεται στέγη και φαγητό.
Ο Χάντσς ήταν ένας Γερμανός επικεφαλής για την επαρχία του Σελίνου και της Κισσάμου και είχε την έδρα του στην Παλαιόχωρα. Χαρακτηριστικό ήταν ότι δεν δεχόταν να μετακινηθεί με τα πόδια. Όπου δεν πήγαινε αυτοκίνητο, προτιμούσε να πάει και με ένα μουλάρι.(Φυσικά υπήρχαν και 3-4 συνοδοί οι οποίοι τον ακολουθούσαν όπου και αν πήγαινε. Επίσης, στο τέλος κάθε μήνα ζητούσε από το δήμαρχο (επικεφαλής κοινοτήτων (έλληνας)) ένα συγκεκριμένο ποσό αυγών, πατατών και κρεμμυδιών, κάτι σαν φόρο.
Ο παππούς μου θυμήθηκε, ότι κατά την διάρκεια της κατοχής, γινότανε το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, στις 26 Ιουλίου. Οι κάτοικοι που δούλευαν στο λατομείο, έφυγαν και πήγαν στο χωριό να φάνε και να γλεντήσουνε. Ο Χάντσς πέρασε από εκεί και όταν δεν τους είδε έγινε έξαλλος από τον θυμό του. Πήγε κατευθείαν στο χωριό, μαζί με το ταχυβόλο, και τους έψαχνε, ενώ εκείνοι στο μεταξύ είχαν γυρίσει.
Οι Γερμανοί υποχωρούσαν σταδιακά προς τα βόρεια των Χανίων. Όμως για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους Έλληνες, έφευγαν κρυφά τα βράδια. Ο Χάντσς, λόγω των πολλών κακών που είχε προξενήσει σε αυτούς τους ανθρώπους, έχασε τη ζωή του πριν προλάβει να επιστρέψει στη χώρα του. Οι Κρητικοί του έστησαν ενέδρα και τον σκότωσαν. Άφησαν όμως τους συνοδούς τους να γυρίσουν στην Παλαιόχωρα και από εκεί στη Γερμανία.