Η ιστορία που θα σας διηγηθώ διαδραματίζεται το 1922 . ξεκινάει ως ένα όμορφο παραμύθι και εξελίσσεται σε μια τραγωδία.
Πρόκειται για την ιστορία ενός δεκαεξάχρονου παλικαριού , τον Μωυσή Δημητριάδη, τον προ-προ πάππου μου, την οικογένειά του , αλλά και τις οικογένειες όλων όσων κατοικούσαν στην όμορφη γη της Ιωνίας. Όσα γνωρίζω θα σας στα διηγηθώ με συντομία και συνοπτικά γιατί διαφορετικά θα χρειαζόμουν αμέτρητες ώρες και σελίδες για να χωρέσουν.
Ένα ταξίδι έκανα λοιπόν μέσα από τις διηγήσεις της γιαγιάς μου και της μαμάς μου, και τράβηξα προς την Ανατολή, προς τη Σμύρνη και συγκεκριμένα στη Μερσίνα. Εκεί ζούσε ο προ-προ πάππους μου, ο Μωυσής με τους γονείς και τα έξη αδέλφια του, απολαμβάνοντας την ζεστασιά , τη θαλπωρή και την ασφάλεια της οικογένειάς του. Ο πατέρας του Ιάκωβος Δημητριάδης ήταν επιφανής επιχειρηματίας της Σμύρνης την εποχή εκείνη , καθώς είχε δύο εργοστάσια ταπητουργίας και ένα εργοστάσιο παραγωγής ξυραφιών .Λόγω της οικονομικής του άνεσης και της αγάπης που έδειχνε , βοηθώντας πολλούς συνανθρώπους του , ήταν πολύ αγαπητός από όλους.
Ο προ-προ πάππους μου Μωυσής με τον πατέρα του Ιάκωβο και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας , ζούσαν με πολλές ανέσεις σε ένα μεγάλο ευρύχωρο σπίτι με πολλούς βοηθούς , και άμαξες και χωράφια και ζώα. Ο προ-προ πάππους μου ο Μωυσής πήγαινε στο κολέγιο καθημερινά με την άμαξα. Όλα αυτά όμως χάθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη.
Είχαν ξεκινήσει οι πρώτες αναταραχές , όλα έδειχναν πως η κατάσταση ήταν ανησυχητική , όμως όλοι ήλπιζαν στον Ελληνικό στρατό που προηγουμένως προήλαυνε στη Μικρά Ασία φθάνοντας μάλιστα λίγο έξω από την Άγκυρα. Μερικοί βέβαια , αρκετοί, πουλούσαν τις περιουσίες τους όσο-όσο και έφευγαν για την Ελλάδα. Ο Ιάκωβος όμως πίστευε , στον Ελληνικό στρατό και πως τελικά κανείς δεν θα τον πείραζε αφού σε όλη του τη ζωή συνέχεια βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη και όλοι τον αγαπούσαν.
Μάταια όμως. Λάθος υπολογισμοί. Φεύγοντας από το σπίτι του για να επισκεφθεί γειτονικό αλευρόμυλο, Τούρκοι αξιωματικοί τον συνέλαβαν, χωρίς ο Ιάκωβος Δημητριάδης να προλάβει να ειδοποιήσει αλλά και να αποχαιρετήσει κανέναν.
Μια άλλη ομάδα Τούρκων αξιωματικών κατευθύνθηκε προς το σπίτι του. Ευτυχώς όμως για αυτό ειδοποιήθηκε η προ-προ γιαγιά μου η Αναστασία Δημητριάδη. Χωρίς να γνωρίζει τι είχε συμβεί στον άντρα της , αλλά με αλάθητο ένστικτο, έκρυψε τα παιδιά της μην τα βρουν οι Τούρκοι. Το ένα ήταν μωρό και έκλαιγε και για να το σταματήσει μήπως και φανερωθούν και τα υπόλοιπα , του έβαλε ένα παπλωματάκι και έκατσε τρυφερά πάνω για να μην ακούγεται. Οι Τούρκοι μπήκαν στο σπίτι , το μωρό σταμάτησε να κλαίει, δεν άντεξε τη πίεση στο στοματάκι του, η Αναστασία το κατάλαβε αλλά δεν έκανε τίποτα. Οι Τούρκοι την πήραν μαζί τους και πήγαν να της δείξουν ένα «θέαμα» σε ένα κοντινό καταρράκτη. Είδε τον άντρα της ,τον σύντροφό της, τον Ιάκωβο να ξεκοιλιάζεται μπροστά στα μάτια της και το σώμα του να αιωρείται κρεμασμένο από τα ίδια του τα σωθικά. η τραγική Αναστασία τρελάθηκε στη κυριολεξία. Τα παιδιά της τα βρήκαν οι Τούρκοι , τον άντρα της τον σκότωσαν!! Το μυαλό της σάλεψε, έμεινε εκεί μια στιγμή πριν το κακό, μια στιγμή πριν τη τραγωδία.
Τα υπόλοιπα παιδιά , ο Μωυσής και τα αδέλφια του, τα βρήκε μια θεία τους, και με χρήματα που η Αναστασία είχε κρύψει στο σπίτι τα φυγάδευσε στην Ελλάδα.
Έτσι ο προ πάππους μου ο Μωυσής , ταξίδεψε προς την ελευθερία και τη ζωή, ο μεγαλύτερος από έξη αδέλφια. Τέσσερις αδελφές και τον αδελφό του. Η θεία, του είχε μιλήσει για το χαμό του πατέρα , και θεωρώντας και τη μάννα νεκρή , «χαμένος» , 16 χρονών βρέθηκε να πρέπει να προσέχει τα υπόλοιπα παιδιά, παιδί και αυτός. Δυνατός άνθρωπος , ούτε μια στιγμή δε λύγισε, ήξερε ότι αν λύγιζε όλοι θα χάνονταν. Βρέθηκε στον Πειραιά με ένα νταβλά να πουλάει κουλούρια έξω από την εκκλησία. Οι περαστικοί τον συμπονούσαν και τον βοηθούσαν αφήνοντας χρήματα χωρίς να παίρνουν τα κουλούρια του. Καθόταν εκεί σιωπηλός , βυθισμένος στις σκέψεις του, προσπαθώντας να καταλάβει.
περήφανος άνθρωπος ο προ-προ πάππους μου δεν ζήτησε ελεημοσύνη αλλά δούλεψε σκληρά γιατί όπως έλεγε ήταν πολλά τα στόματα που έπρεπε να θρέψει.
Στον Πειραιά τον φώναζαν «το παιδί με τα άσπρα μαλλιά» , άσπρισε από το φόβο του σε μια νύχτα , και ο λοχαγός στο στρατό έλεγε : «φωνάξτε μου το γέρο φαντάρο».
Την Κυρά Αναστασία, τη μάννα του και προ προ γιαγιά μου , Έλληνες τη φυγάδευσαν στην Ελλάδα όπου τη βρήκε ο Ερυθρός Σταυρός , και με τη φροντίδα τους κατάφερε τα επανέλθει , να σκοτώσει τους δαίμονες που είχε μέσα της και να ξαναβρεί τα παιδιά της. Όμως όλα όσα έζησε και ιδιαίτερα ο πνιγμός του νεογέννητου μωρού της , την είχαν σημαδέψει ανεξίτηλα, δεν έζησε πολύ μετά, αναπαύθηκε η Κυρά Αναστασία και συνάντησε και το σύντροφό της τον Ιάκωβο με το μωρό.
Είμαι περήφανος για τον προ-προ πάππου μου και την οικογένειά του και ειλικρινά την ψυχή μου γεμίζει θλίψη και πόνος για όσα πέρασαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι τότε.
Άνθρωποι που στη Σμύρνη ήταν πρόσφυγες και όταν ήλθαν στην Ελλάδα ήταν «πρόσφυγγες» , όπως κοροϊδευτικά τους αποκαλούσαν οι ντόπιοι. Από την άλλη δεν θέλω να είμαι αυτός που θα κρίνει , δεν θέλω για τα λάθη λίγων να καταδικάσω ένα ολόκληρο λαό. Εύχομαι όμως να υπήρχε περισσότερη αγάπη στον κόσμο για τους συνανθρώπους μας, έτσι τα πράγματα θα ήταν καλύτερα για όλους.
Από τον Χρήστο - Ραφαήλ Θεοδωρή
19.2.09
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
4 comments:
Ραφαηλ πραγματικα με συγκλονιστηκα
με την ιστορια που εγραψες!!!
καλλιοπή
ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ!!ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ ΜΕ ΚΥΡΙΕΥΣΕ ΟΤΑΝ ΔΙΑΒΑΣΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ!!ΜΠΡΑΒΟ ΦΙΛΕ ΜΟΥ!!!
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Μπράβο παιδιά
Χρηστο αυτη η ιστορια σου ηταν πολυ συγκηνιτικη
Post a Comment