Σήμερα το πρωί είχα μια βασανιστική μέρα. Μια μέρα που παρακαλώ να την ξεχάσω. Αλλά αυτό που πέρασα δεν ξεχνιέται εύκολα. Όσο θυμάμαι τι έγινε..... μου έρχονται τώρα αυτές οι τρομακτικές εικόνες στο μυαλό..φόβος!!.
Μου έρχονται και νιώθω στο σώμα μου ένα μούδιασμα, μια ανατριχίλα.
Τις ξαναζώ...
Τους ληστές ακόμα τους βλέπω, νομίζω πως ακόμα με κοιτούν με αυτό το περίεργο, επιθετικό και άγριο βλέμμα. Με κοιτάνε με κάτι μάτια που σχηματίζουν τον τρόμο που είχε δημιουργηθεί από όλα τα θύματα που είχαν πληγώσει, που είχαν ληστέψει και το χειρότερο είχαν σκοτώσει. Με ένα μυστήριο τρόπο έβλεπα στα μάτια τους όλους αυτούς τους ανθρώπους που είχαν βασανίσει και αυτά τα μάτια με προειδοποιούσαν πως κι εμένα αυτό θα μου συμβεί. Με χτύπησαν.Είδα όλη μου την ζωή να περνά γρήγορα από τα μάτια μου.
Ύστερα με σκέπασε ένα κατάμαυρο πέπλο. Νόμιζα πως είχα πεθάνει. Από τότε δεν θυμάμαι πολλά. Ήμουνα στην ξερή, καυτή άμμο, η ζέστη έψηνε τις πληγές μου και κάθε ακτίνα του ήλιου γινόταν πιο δυνατή από την προηγούμενη.
Αρχίζω να θυμάμαι... Περνάει ένα ιερέας, Ιουδαίος. Μια ελπίδα άναψε μες στην ψυχή μου, επιτέλους είχα σωθεί. Τα συναισθήματα ανακούφισης με είχαν κυριεύσει. Πίστεψα πως δεν θα πέθαινα από την ζεστή αλλά από τα έντονα συναισθήματα που με είχαν κυριεύσει και που νόμιζα πως θα πνίγω από αυτά. Ήθελα να φωνάξω αλλά δεν μπορούσα γιατί με εμπόδιζαν οι πληγές. Ο ιερέας ούτε που μου έδωσε σημασία, ούτε που πρόσεξε έναν χτυπημένο, τραυματισμένο άντρα. Αμέσως με κατέκλυσαν συναισθήματα απογοήτευσης, πρέπει να λιποθύμησα πάλι
Συνήλθα από θορύβους...άλογα....αναβάτες...και άλλοι άνθρωποι. Ευχήθηκα να μην ήταν σαν τον ιερέα, ευχήθηκα να με δουν, να με φροντίσουν. Ένιωσα πως ήταν η τελευταία μου ελπίδα. Ήταν ένας λευίτης, Ιουδαίος στην καταγωγή.ομόφυλός μου, της φυλής μου είναι, θα με δει και θα με νοιαστεί σκέφτηκα.Ήταν και άλλοι παρέα αλλά αυτόν τον αναγνώρισα. Από τα ρούχα. Μόνο οι Λευίτες φορούν τέτοια.
Ήρθε κοντά μου, τον κοίταξα στα μάτια, με είδε αλλά με αγνόησε κι έφυγε. Τα παπούτσια του δημιούργησαν σκόνη. Όχι μόνο δεν με βοήθησε αλλά μου έδωσε να φάω και αμμόσκονη. Τώρα το ‘ξερα, κανείς δεν θα έρθει, θα πεθάνω εδώ, θα πεθάνω μόνος στην έρημο.
Ξαφνικά είδα μια μορφή να έρχεται. Ήταν ένας Σαμαρείτης, η ελπίδα σβήστηκε τελείως και δεν θα ξανάναβε ποτέ. Τώρα ήμουν απόλυτα σίγουρος πως θα πέθαινα.
Όμως σώθηκα γιατί ένα χέρι με έπιασε από την πτώση μου προς το τίποτα και την απελπισία.
Σώθηκα από τον γκρεμό που πήγα να πέσω, δεν το πίστευα, ξαφνικά κάηκα από την ευτυχία, στα μάτια του έβλεπα στοργή προς τον συνάνθρωπο, έβλεπα αγάπη.
Τον εμπιστευτικά, τον εχθρό μου κι έφυγα μαζί του.
Και τώρα βρίσκομαι και τα σκέφτομαι.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΣΑΝΤΙΛΑΣ - Κων/νος Κορδούλας
2 comments:
Παιδιά γράφετε τοσο καλά που νόμισα οτι η ιστορία αυτή συνέβη σε σας. Μπράβο σας
Γιάννης Τζωρτζάκης
Ζάννειο Πειραματικό Λύκειο
Ωραία η παρουσίαση Δημήτρη, πολύ καλή η επιλογή του βίντεο, της φωτογραφίας και του χάρτη.
Σταυρούλα Μαυρομματάκη
Post a Comment