...Ήταν μικρό κορίτσι ακόμα ,δεκατεσσάρων χρονών, σαν αυτά που παίζουν στους δρόμους ή σαν εκείνα που καλομαθαίνουν μες στα πλούτη .Κι εκείνη ήταν πλούσια , αλλά δεν ήξερε τι φτωχή που ήταν η τύχη της. Ήταν μικρή, αθώα , πλούσια κι ήταν κι ερωτεύμενη με τον Τούρκο παραγιό του πατέρα της, είχε έρωτα με ένα παραμύθι και σα μεγάλωνε ονειρεύονταν μαζί να παντρευτούν και να ζήσουν ευτυχισμένοι.
Ζούσε στη Ραιδεστό (σημερινή Τεκιρντάγ), κοντά στην Πόλη κι ο πατέρας της ήταν ένας πάμπλουτος λιράς. Το πρωί γιόρταζαν τα γενέθλια της μάνας της Έλληνες και Τουρκοί και το βράδυ τη σήκωσαν από το κρεβατάκι της με τις χρυσές κλωστές και της είπαν πως έπρεπε να εγκαταλείψει το σπίτι και τον τόπο της.Και το χείροτερο ήταν πως γι' αυτό ευθύνονταν τα ανώτερα συμφέροντα διευθαρμένων ατόμων που έσπειραν τον καρπό της καταστροφής .Το κοριτσάκι έδειξε απίστευτη ωριμότητα για την ηλικία της , σηκώθηκε και χωρίς καν να συνειδητοποιεί τι της συμβαίνει ακολούθησε τους συγγενείς της.
Μόλις βγήκε στους δρόμους και αντίκρυσε την καταστροφή γύρω της τρόμαξε αλλά δεν έκλαψε για να μην ταράξει τη μάνα της που την κρατούσε αγκαλιά. Οι Τούρκοι άφηναν τα γυναικόπαιδα να μπαίνουν στις βάρκες με όση τάξη μπορούσε εκείνη τη στιγμή να επικρατεί. Περίμεναν με ανυπομονεσία να έρθει η σείρα τους , ώσπου έφτασε. Η μητέρα της φίλησε τον πατέρα της για στερνή φορα και καθώς την έπιαναν τα κλάματα , εκείνος την καθησύχαζε πως θα καταφέρει να σωθεί πιάνοντας τρυφερά μια τούφα απο τα μαλλιά της που εξείχε απο τη μαντήλα της , έπειτα αποχαιρέτησε και την κόρη του κι εκείνες έκαναν να μπουν στη βάρκα .Εκείνη την ώρα όμως ένας άντρας όρμηξε στη βάρκα και δεν τις άφησε να μπουν, μόλις οι Τούρκοι το είδαν αυτό άρχισαν να πυροβολούν. Σε μια τουφεκιά πέτυχαν τη μάνα της και το αίμα της έβαψε το πρόσωπο και τα χέρια του κοριτσιού. Εκείνη έσκυψε πάνω από το νεκρό σώμα της μητέρας της και τα δάκρυα που τόση ώρα μέσα στην καταστροφή δεν είχαν αρχίσει να στάζουν ,πήγαν ποτάμι .Το πλήθος φώναζε μες στον πανικό αλλά η καρδιά της κοπελίτσας ούρλιαζε πιο δυνατά , κι αυτή ήταν που άκουσε ο πατέρας της και πλησίασε να τη βοηθήσει αλλά τον πυροβόλησαν κι αυτόν οι Τούρκοι, γιατί νόμισαν πως θα έμπαινε στη βάρκα λαθραία .Η καρδιά της που ήταν σπασμένη στα δυο ξαναχωρίστηκε κι έγινε τέσσερα ματωμένα κομμάτια . Οι Έλληνες που ήθελαν να επιβιβαστούν τη φόβισαν , γιατί έκλεινε την κυκλοφορία στις βάρκες κι έφυγε προς τα πίσω. Περιπλανιόταν σαν πτώμα στους κόκκινους απ'τη φωτιά και απ'το αίμα δρόμους , ώσπου τη βρήκε ο αγαπημένος της παραγιός, και μόλις του είπε τι έγινε έτρεξαν να βρουν τη νονά της , τη μόνη που είχε απομείνει για να την πάει στα καράβια , γιατί εκείνος δεν μπορούσε να μπει. Τελικά τη βρήκαν και οι τρεις τους πήγαν στο λιμάνι, μα τα καράβια σχεδον είχαν φύγει και οι υπόλοιποι Έλληνες βούτούσαν στη θάλασσα να μπουν στα συμμαχικά καράβια όπου τους βαρούσαν με ξύλα για να μην μπουν.Ο παραγιός όμως ήξερε ένα φίλο του Τούρκο που θα πήγαινε στην Αθήνα και μπορούσε να τους πάρει μαζί του, πήγαν εκεί λοιπόν. Ο Τούρκος δε δέχτηκε να μεταφέρει ''πρόσφιγγες'',αλλά ο παραγιός είπε πως ήταν κι εκείνες Τουρκάλες , αφού στη μικρή τα είχε μάθει τα Τούρκικα και η νονά είπαν πως ήταν μουγγή .Τις έβαλε μέσα και χαιρέτησε το κορίτσι λέγοντάς της πως εκείνος θα έμενε πίσω με τον πατέρα του που ήταν βαρκάρης για να βάλουν τους τελευταίους Έλληνες στις βάρκες που θα ξαναγύριζαν.
Η βάρκα ξεκίνησε και το κορίτσι σε ολη τη διαδρομή , όσους μήνες κι αν ήταν έκλαιγε. Η καρδιά της ήταν χίλια ματωμένα κομμάτια που χωρούσαν στη βελόνα που έπλεκε η νονά της.Τα όνειρα της είχαν μείνει στον τόπο της, μαζί με τα σώματα των γονιών της και τις λίρες που τις έκρυψε ο πατέρας της στο πηγάδι του σπιτιού της και ακόμα είναι εκεί θαμμένες. Τον παραγιό δεν τον ξαναείδε αλλά πίστευε πως ζούσε, τα πλούτη που είχε εκεί σεν τα ξαναγνώρισε και τα δάκρυα που έριξε εκείνη τη νύχτα δεν τα ξαναέριξε.Η νέα της ζωή ξεκίνησε στη σημερίνη Νέα Ιωνία που παλιότερα λεγόταν Ποδαράδες.
Αυτό το κορίτσι μεγάλωσε κι έκανε οχτώ παιδιά , μέσα στα οποία ήταν και η γιαγιά μου. Παντεύτηκε όμως έναν άντρα που δεν τον αγάπησε ποτέ και αργότερα έπαιξε σημαντικό ρόλο στον αγώνα των Ελλήνων κατά των Γερμανών συμμετέχοντας σε μια οργάνωση μαζί με τα παιδιά της.Κι καποιος που ήξερε την ιστορία της, της είπαν πως το τελευταίο της βράδυ στη Ραιδεστό δεν χάθηκε μαζί με τα όνειρά της, αλλά ξαναγεννήθηκε μέσα από τις στάχτες τους...
Ζούσε στη Ραιδεστό (σημερινή Τεκιρντάγ), κοντά στην Πόλη κι ο πατέρας της ήταν ένας πάμπλουτος λιράς. Το πρωί γιόρταζαν τα γενέθλια της μάνας της Έλληνες και Τουρκοί και το βράδυ τη σήκωσαν από το κρεβατάκι της με τις χρυσές κλωστές και της είπαν πως έπρεπε να εγκαταλείψει το σπίτι και τον τόπο της.Και το χείροτερο ήταν πως γι' αυτό ευθύνονταν τα ανώτερα συμφέροντα διευθαρμένων ατόμων που έσπειραν τον καρπό της καταστροφής .Το κοριτσάκι έδειξε απίστευτη ωριμότητα για την ηλικία της , σηκώθηκε και χωρίς καν να συνειδητοποιεί τι της συμβαίνει ακολούθησε τους συγγενείς της.
Μόλις βγήκε στους δρόμους και αντίκρυσε την καταστροφή γύρω της τρόμαξε αλλά δεν έκλαψε για να μην ταράξει τη μάνα της που την κρατούσε αγκαλιά. Οι Τούρκοι άφηναν τα γυναικόπαιδα να μπαίνουν στις βάρκες με όση τάξη μπορούσε εκείνη τη στιγμή να επικρατεί. Περίμεναν με ανυπομονεσία να έρθει η σείρα τους , ώσπου έφτασε. Η μητέρα της φίλησε τον πατέρα της για στερνή φορα και καθώς την έπιαναν τα κλάματα , εκείνος την καθησύχαζε πως θα καταφέρει να σωθεί πιάνοντας τρυφερά μια τούφα απο τα μαλλιά της που εξείχε απο τη μαντήλα της , έπειτα αποχαιρέτησε και την κόρη του κι εκείνες έκαναν να μπουν στη βάρκα .Εκείνη την ώρα όμως ένας άντρας όρμηξε στη βάρκα και δεν τις άφησε να μπουν, μόλις οι Τούρκοι το είδαν αυτό άρχισαν να πυροβολούν. Σε μια τουφεκιά πέτυχαν τη μάνα της και το αίμα της έβαψε το πρόσωπο και τα χέρια του κοριτσιού. Εκείνη έσκυψε πάνω από το νεκρό σώμα της μητέρας της και τα δάκρυα που τόση ώρα μέσα στην καταστροφή δεν είχαν αρχίσει να στάζουν ,πήγαν ποτάμι .Το πλήθος φώναζε μες στον πανικό αλλά η καρδιά της κοπελίτσας ούρλιαζε πιο δυνατά , κι αυτή ήταν που άκουσε ο πατέρας της και πλησίασε να τη βοηθήσει αλλά τον πυροβόλησαν κι αυτόν οι Τούρκοι, γιατί νόμισαν πως θα έμπαινε στη βάρκα λαθραία .Η καρδιά της που ήταν σπασμένη στα δυο ξαναχωρίστηκε κι έγινε τέσσερα ματωμένα κομμάτια . Οι Έλληνες που ήθελαν να επιβιβαστούν τη φόβισαν , γιατί έκλεινε την κυκλοφορία στις βάρκες κι έφυγε προς τα πίσω. Περιπλανιόταν σαν πτώμα στους κόκκινους απ'τη φωτιά και απ'το αίμα δρόμους , ώσπου τη βρήκε ο αγαπημένος της παραγιός, και μόλις του είπε τι έγινε έτρεξαν να βρουν τη νονά της , τη μόνη που είχε απομείνει για να την πάει στα καράβια , γιατί εκείνος δεν μπορούσε να μπει. Τελικά τη βρήκαν και οι τρεις τους πήγαν στο λιμάνι, μα τα καράβια σχεδον είχαν φύγει και οι υπόλοιποι Έλληνες βούτούσαν στη θάλασσα να μπουν στα συμμαχικά καράβια όπου τους βαρούσαν με ξύλα για να μην μπουν.Ο παραγιός όμως ήξερε ένα φίλο του Τούρκο που θα πήγαινε στην Αθήνα και μπορούσε να τους πάρει μαζί του, πήγαν εκεί λοιπόν. Ο Τούρκος δε δέχτηκε να μεταφέρει ''πρόσφιγγες'',αλλά ο παραγιός είπε πως ήταν κι εκείνες Τουρκάλες , αφού στη μικρή τα είχε μάθει τα Τούρκικα και η νονά είπαν πως ήταν μουγγή .Τις έβαλε μέσα και χαιρέτησε το κορίτσι λέγοντάς της πως εκείνος θα έμενε πίσω με τον πατέρα του που ήταν βαρκάρης για να βάλουν τους τελευταίους Έλληνες στις βάρκες που θα ξαναγύριζαν.
Η βάρκα ξεκίνησε και το κορίτσι σε ολη τη διαδρομή , όσους μήνες κι αν ήταν έκλαιγε. Η καρδιά της ήταν χίλια ματωμένα κομμάτια που χωρούσαν στη βελόνα που έπλεκε η νονά της.Τα όνειρα της είχαν μείνει στον τόπο της, μαζί με τα σώματα των γονιών της και τις λίρες που τις έκρυψε ο πατέρας της στο πηγάδι του σπιτιού της και ακόμα είναι εκεί θαμμένες. Τον παραγιό δεν τον ξαναείδε αλλά πίστευε πως ζούσε, τα πλούτη που είχε εκεί σεν τα ξαναγνώρισε και τα δάκρυα που έριξε εκείνη τη νύχτα δεν τα ξαναέριξε.Η νέα της ζωή ξεκίνησε στη σημερίνη Νέα Ιωνία που παλιότερα λεγόταν Ποδαράδες.
Αυτό το κορίτσι μεγάλωσε κι έκανε οχτώ παιδιά , μέσα στα οποία ήταν και η γιαγιά μου. Παντεύτηκε όμως έναν άντρα που δεν τον αγάπησε ποτέ και αργότερα έπαιξε σημαντικό ρόλο στον αγώνα των Ελλήνων κατά των Γερμανών συμμετέχοντας σε μια οργάνωση μαζί με τα παιδιά της.Κι καποιος που ήξερε την ιστορία της, της είπαν πως το τελευταίο της βράδυ στη Ραιδεστό δεν χάθηκε μαζί με τα όνειρά της, αλλά ξαναγεννήθηκε μέσα από τις στάχτες τους...
9 comments:
Βαρβάρα είσαι μεγάλο ταλέντο . Ένα πολύ χαρισματικό παιδί. Δεν έχω λόγια να εκφράσω την ευχαρίστησή μου. Θερμά συγχαρητήρια. Εύχομαι το ταλέντο και η ευαισθησία σου να βρουν τον δρόμο τους. Το εύχομαι ολόψυχα.
Πολύ ωραία αν κ δυσαρεστη ιστορία. Αληθινή είναι?
Αντζελα
Συγχαρητήρια!!!Ήταν υπέροχο, αν και λυπητερό!
Γεωργία Μπ.
Πραγματικα με συγκινησες..η ιστορια ενος τοπου γεματου μνημες και συναισθηματα ξαναζωντανεψε μεσα απο την εκφραση της ψυχης σου μεσα σε λιγες γραμμες..Χαιρομαι ειλικρινα που υπαρχουν τοσο χαρισματικα ατομα στην εποχη μας.Πολλα συγχαρητηρια!Ευχομαι να αξιοποιησεις το ταλεντο σου!
Χαριτινη
Τι λυπηρή ιστορία... Πολλά μπράβο στην μικρή συγγραφέα που μας έδωσε μια τόσο δυνατή αφήγηση!
-ΚΤ-
Πάρα πολύ καλό κείμενο! Εξαιρετική αφηγηματική δύναμη!
Μπράβο!
Μία τοσο λυπητερή ιστορία, μόνο αληθινή θα μπορούσε να είναι, είναι απίστευτο αυτό που έγινε τότε, αλλά αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν πως οι λίγοι πάλι επικράτησαν και μπήκαν ανάμεσα στις αδερφικές σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων και τους χώρισαν ''είναι άθλιο να παλεύεις με τ'αδέρφια σου'', είπε η γιαγιά μου και πιστεύω πως είχε απόλυτο δίκιο.Να προσθέσω επίσης πως η Ραιδεστός λεγόταν αλλιώς και Ροδοστός ή Ρησιστός.
Δάσκαλε προσπάθησα επανηλειμένα να αφήσω σχόλιο αλλά δεν το κάνει ανάρτηση... Πάντως το κείμενο ήταν πολύ καλογραμμένο και δυνατό! Συγχαρητήρια στην μαθήτριά σας!
Κώστας Τ.
Πολύ ωραία αφήγηση και πολύ συγκινητική ιστορία...Δυστυχώς είναι και αληθινή...Πιο λυπητερό όμως είναι αυτό που αναφέρεις (και φυσικά ισχύει):"οι λίγοι πάλι επικράτησαν και μπήκαν ανάμεσα στις αδερφικές σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων".Δεν μαθαίνουμε από τα λάθη μας...Συγχαρητήρια για το κείμενο!Συνέχισε να συγγράφεις με την ίδια φλόγα...Νομίζω ο πρόγονός σου θα ήταν περίφανος...
-ΘΜ-
Post a Comment