1.3.10

Το Αγόρι με τη Ριγέ Πιτζάμα Τζον Μπόϊν

Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψεις την ιστορία αυτού του βιβλίου. Αν πάντως αρχίσεις να το διαβάσεις, θα πας μια μεγάλη βόλτα μ’ ένα αγόρι που λέγεται Μπρούνο. Και αργά ή γρήγορα θα βρεθείς, μαζί με τον Μπρούνο, μπροστά σε ένα συρματόπλεγμα και θα γνωρίσεις ένα αγόρι που ζει από την άλλη μεριά του συρματοπλέγματος.
Συρματοπλέγματα σαν αυτό υπάρχουν όλα σχεδόν τα μέρη του κόσμου. Ευχόμαστε όμως ποτέ στη ζωή σου να μη βρεθείς μπροστά σε κάποιο απ’ αυτά.

Στο βιβλίο αυτό περιγράφεται μια ιστορία ενός παιδιού από την Γερμανία, του Μπρούνο. Ο πατέρας του είναι αξιωματικός των ΕΣ-ΕΣ και μετακομίζει μαζί με την οικογένειά του σε ένα σπίτι δίπλα στο στρατόπεδο Άουσβιτς. Ο Μπρούνο εξερευνεί το μέρος και γνωρίζεται με ένα Εβραιόπουλο, τον Σμούελ ο οποίος έχει χάσει τον πατέρα του. Ο Μπρούνο προσφέρεται να τον βοηθήσει και τελικά...

[H οικογένεια έχει μετακομίσει και ο Μπρούνο περιγράφει το στρατόπεδο]:

Ήταν σαν να υπήρχε μια ολόκληρη πόλη που οι κάτοικοι της ζούσαν και εργάζονταν δίπλα στο σπίτι όπου έμενε εκείνος (Μπρούνο).Ήταν πράγματι τόσο διαφορετικοί; Όλοι οι άνθρωποι φορούσαν τα ίδια ρούχα, τις ριγέ πιτζάμες και τα ριγέ σκουφάκια. Και όσοι έμπαιναν στο σπίτι του (Μπρούνο) (εκτός από τη μητέρα του και την αδερφή του) φορούσαν στολές διαφόρων ποιοτήτων, και με διαφορετικά παράσημα, και πηλήκια, και κράνη, και κοκκινόμαυρα περιβραχιόνια, και κρατούσαν όπλα, και ήταν πάντα βλοσυροί.[...]
Ποια ακριβώς ήταν η διαφορά, αναρωτιόταν. Και ποιος αποφάσισε ποιοι θα φορούσαν τις πιτζάμες και ποιοι τις στολές;

[O Μπρούνο γνωρίζεται με τον Σμούελ, φορά τις ριγέ πιτζάμες και μπαίνει μέσα στο στρατόπεδο. Στη σκηνή περιγράφει το στρατόπεδο από πολύ κοντά]:

Όπου κι αν κοίταζε (Μπρούνο), έβλεπε δύο ειδών ανθρώπους: είτε χαρούμενους στρατιώτες που γελούσαν και κοίταζαν τις κάνες των όπλων τους, είτε δυστυχισμένους ανθρώπους με ριγέ πιτζάμες που έκλαιγαν και κοίταζαν στα άπειρο με άδειο βλέμμα, σαν να κοιμούνται με ανοιχτά τα μάτια.
[Ο Μπρούνο απευθύνεται στον Σμούελ]:

«Μάλλον δε μου αρέσει εδώ».[...]
«Ώρα να επιστρέψω».

[Ο Σμούελ απευθύνεται στο Μπρούνο κάνοντας αναφορά στον πατέρα του]:

«Κι ο Μπαμπάς; Είπες πως θα με βοηθήσεις να τον βρω»

[Ο Μπρούνο συμφώνησε. Μετά από ψάξιμο, δεν βρήκαν τίποτα]:

Ο Μπρούνο κοίταξε προς τον ουρανό και κατάλαβε πως άρχιζε να βρέχει.[...]
«Ώρα να γυρίσω πίσω τώρα», είπε ο Μπρούνο . «Θα έρθεις μαζί μου μέχρι το φράχτη;»
Ο Σμούελ άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει, μα εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια σειρήνα και δέκα στρατιώτες περικύκλωσαν ένα σημείο του στρατοπέδου, αυτό όπου στεκόταν κι ο Μπρούνο με τον Σμούελ.[...]
Η σειρήνα σφύριξε ξανά κι αυτή τη φορά οι άνθρωποι, που πρέπει να ήταν καμιά εκατοστή, άρχισαν να περπατούν όλοι μαζί, με τον Σμούελ και τον Μπρούνο στριμωγμένους στη μέση.[...]
«Κρατάει πολλή ώρα αυτό;»ρώτησε ο Μπρούνο.[...]
Τη στιγμή όμως που το έλεγε αυτό, τα βήματά του τον έφεραν σε κάτι σκαλιά και όταν τα ανέβηκε, ένιωσε πως δε βρεχόταν πια, γιατί είχαν στριμωχτεί όλοι σε ένα μακρύ δωμάτιο που ήταν ανέλπιστα ζεστό και μάλλον ήταν καλά στεγασμένο γιατί δεν έμπαινε βροχή από πουθενά. Ήταν μάλιστα εντελώς αεροστεγές.[...]
«Λυπάμαι που δεν βρήκαμε τον Μπαμπά σου[...] και λυπάμαι που δεν καταφέραμε να παίξουμε, όταν όμως έρθεις στο Βερολίνο, θα το κάνουμε. Και θα σου γνωρίσω τους φίλους μου», είπε ο Μπρούνο.[...]
Κοίταξε κάτω κι έκανε κάτι που δεν ήταν του χαρακτήρα του: έπιασε το λεπτοκαμωμένο χέρι του Σμούελ και το έσφιξε γερά.
«Εσύ είσαι ο καλύτερός μου φίλος, Σμούελ», είπε. «Ο καλύτερός μου φίλος για πάντα».
Ο Σμούελ μπορεί να άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει κάτι, μα ο Μπρούνο δεν το άκουσε ποτέ, γιατί εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα βαρύ αγκομαχητό απ’ όλους αυτούς που είχαν στριμωχτεί στο δωμάτιο, καθώς η μπροστινή πόρτα έκλεισε ξαφνικά και αντήχησε απ’ έξω ένας δυνατός μεταλλικός ήχος.
Κι έπειτα το δωμάτιο έγινε κατασκότεινο και κατά κάποιο τρόπο, παρά την αναταραχή που προκλήθηκε, ο Μπρούνο ανακάλυψε πως εξακολουθούσε να κρατάει γερά το χέρι του Σμούελ στο δικό του και τίποτα στον κόσμο δε θα μπορούσε να τον πείσει να το αφήσει...
Κανείς δεν ξαναείδε ποτέ τον Μπρούνο ύστερα απ’ αυτό[...]
Και έτσι τελειώνει η ιστορία του Μπρούνο και της οικογένειάς του. Φυσικά όλα αυτά συνέβησαν πριν από πολλά χρόνια και τίποτε απ’ όλα αυτά δεν μπορεί να ξανασυμβεί.
ΟΧΙ ΠΙΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΟΝ ΗΜΕΡΑ.

1 comment:

Δημήτρης said...

Μπράβο Βαγγέλη. Μπράβο σας παιδιά. Είστε όλοι εξαιρετικοί. Μπράβο και πάλι. Σιγά σιγά μπορούμε να καταλάβουμε όλοι μαζί πόσο μπορεί να εμπλουτιστεί η εκπαίδευση από τις νέες τεχνολογίες. Συγχαρητήρια για μια φορά ακόμη. Να ξέρετε ότι είστε πρωτοπόροι. ΑΝΟΙΓΕΤΕ ΔΡΟΜΟ , ΜΠΡΑΒΟ ΣΑΣ.