Αυτό το έργο του Τζώρτζιο Ντε Κυρίκο μου θύμισε μία εργασία που είχα στο τετράδιο θρησκευτικών μου ΄΄Η επιστροφή του ασώτου υιού΄΄ που σήμερα Κυριακή 20 Φεβρουαρίου η εκκλησία θυμάται αυτή την παραβολή.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ:
Ο άσωτος υιός είχε φύγει άνοιξη , αρχές καλοκαιριού κι επέστρεφε χειμώνα. Είχε φύγει ανώριμο παιδί και επέστρεφε ολοκληρωμένος άντρας. Πριν το ταξίδι του ήταν ελπιδοφόρος, φιλόδοξος μα και άπληστος ενώ τώρα ταπεινός και μετανιωμένος.
Κουρασμένος από τη διαδρομή τόσων ημερών περπατάει στο χιονισμένο ανηφορικό πλακόστρωτο για να φτάσει σπίτι του. Το περπάτημά του είναι ώριμο και μεστό. Μεστό από τις εμπειρίες της περιπλάνησής του στον κόσμο , στην επιθυμία, στην απόλαυση και την αποτυχία
Ένα γέρικο σκυλί αναγνώρισε την μυρωδιά του και άρχισε να ουρλιάζει βραχνά και ύστερα σιγανά, απειλητικά. Ο κρύος αέρας τον μαστίγωνε και τον ανάγκαζε να τυλίγεται πιο σφιχτά στο παλτό του. Τα σύννεφα έκρυβαν τον ήλιο διαχεόντας το μοβ φως της αυγής πίσω από το περίγραμμα των βουνών.
Ο πατέρας του από την άλλη, ξύπνιος , ξημερώματα έστεκε στο παραθύρι του δωματίου που παλιά χρησιμοποιούσε ο γιος του, ελπίζοντας πως αυτό το πρωινό δεν θα είναι σαν τόσα άλλα. Κάτι του έλεγε πως μια από αυτές τις μέρες θα τον δει κάπου στο βάθος να πλησιάζει,. Δίπλα του ένα ξύλινο παιχνίδι που έπαιζε ο μικρός. Το άγγιζε και το χάιδευε κάθε τόσο.
Ο αδερφός του ξύπνιος και αυτός. Θα δούλευε στο διπλανό χωράφι,. Έπρεπε να το καθαρίσει από τις πέτρες...ήταν καιρός για σπορά. Με τα ροζιασμένα χέρια του, τα ξερά απο το κρύο. Χθες το ίδιο πάσχιζε. Και αύριο..έως ότου το χωράφι να είναι έτοιμο, να μην πάει κανένας σπόρος χαμένος.
Ο φίλος και υπηρέτης του, τον βοηθούσε. Τον υπηρέτη τον έλεγαν Ζακχαίο ( δίκαιο,αψογο, καθαρό) και μικρός έπαιζε μαζί με τα δύο αδέρφια. Ακόμη θυμάται τον μικρό αδερφό να του ζητάει να του κάνει όλα τα θελήματα ,να δουλεύει σκληρά και να τον προσβάλλει. Τι δουλειά είχε ένας υπηρέτης μαζί τους?
Ο άσωτος υιός πλησίασε ακόμη πιο κοντά και ανέβαινε τα σκαλάκια για να φτάσει στο σπίτι του. Το σκυλί ούρλιαζε πιο δυνατά και ο αέρας θρόιζε τους καμένους από την παγωνιά θάμνους. Ο πατέρας άκουσε το γέρικο σκυλί και άρχιζε να ελπίζει όπως κάθε φορά, όταν κάποιος ξένος ερχόταν,τέσσερα χρόνια τώρα. Σηκώθηκε και βγήκε έξω, ο αέρας του έφερνε την αύρα του γιού του, την ίδια οικεία μυρωδιά που μύριζε όταν τον είχε αγκάλιά μικρό παιδί.. Δεν έβλεπε καλά μα τα πόδια του τον οδηγούσαν μόνα τους.Ο γιος τον είδε από μακρυά και άρχισε να περπατάει γοργά κι έπειτα να τρέχει με όλη του τη δύναμη.
Όταν ο ένας έφτασε τον άλλον, αγκαλιάστηκαν σφιχτά τα δάκρυά τους έτρεχαν κι ο κρύος αέρας τα στέγνωνε.Ο μεγάλος γιος τους είδε, παράτησε το χωράφι και μαζί με τον Ζακχαίο πλησίασε προς το μέρος τους .Λίγα μέτρα πιο κει έμεινε να τους κοιτάζει ζηλόφθονα.Ο πατέρας έλεγε στο Ζακχαίο που αγκάλιαζε τον άσωτο υιό να στρώσει τραπέζι με ένα πλούσιο γεύμα για να γιορτάσουν την επιστροφή του.Ο πρωτότοκος ζήλεψε γιατί ποτέ ο πατέρας, δεν του είχε φέρθει τόσο ωραία έστω και αν δούλευε τόσο σκληρά για να τον ευχαριστεί. Είχε στριμωχτεί λοιπόν σε μία γωνία και δεν σίμωσε να μοιραστεί την ευτυχία τους. Γύρισε κι έφυγε γεμάτος θλίψη και θυμό.Ο πατέρος και ο υπηρέτης οδήγησαν το παιδί να πλυθεί και να ξεκουραστεί ενώ ένα κομμάτι χιονιού έλιωνε κι έβγαινε ένα λουλούδι. Ήταν το πρώτο της άνοιξης...
Από την Βαρβάρα Κοντολιού.
No comments:
Post a Comment